πλέθρων

πλέθρων
πλέθρον
measure of length of
neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πολύπλεθρος — και πολυπέλεθρος, ον, Α 1. αυτός που έχει έκταση πολλών πλέθρων, ο πολύ εκτεταμένος («πολυπλέθρους γύας», Ευρ.) 2. (για πρόσ.) ιδιοκτήτης πολλών πλέθρων, μεγαλοκτηματίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + πλεθρος / πέλεθρος (< πλέθρον / πέλεθρον), πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • τρίπλεθρος — ον, Α αυτός που έχει πλάτος τριών πλέθρων ή που βρίσκεται σε απόσταση ή σε έκταση τριών πλέθρων («ἥξετε ἐπὶ Ἶριν, τρίπλεθρον ὡσαύτως», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + πλέθρον (πρβλ. ἑξάπλεθρος)] …   Dictionary of Greek

  • Древние единицы измерения — Проверить информацию. Необходимо проверить точность фактов и достоверность сведений, изложенных в этой статье. На странице обсуждения должны быть пояснения …   Википедия

  • TIBERIS — I. TIBERIS idolum fluvii cognominis praeses, cuius imago visitur in nummis, qualis apud Statium, Theb. l. 6. v. 274. Laevus arundineae, recubans super aggere ripae Cornitur, emissaeque indulgens Inachus urnae. Ad quem loc. Barthium vide. Alias… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • έκπλεθρος — ἕκπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων …   Dictionary of Greek

  • δίπλεθρος — δίπλεθρος, ον (Α) 1. αυτός που έχει έκταση δύο πλέθρων 2. το ουδ. ως ουσ. το δίπλεθρον μετρική μονάδα ίση με δύο πλέθρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * (βλ. λ. δις) + πλέθρον] …   Dictionary of Greek

  • δεκάπλεθρος — δεκάπλεθρος, ον (Μ) αυτός που έχει έκταση δέκα πλέθρων …   Dictionary of Greek

  • εξάπλεθρος — ἑξάπλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει μήκος έξι πλέθρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἕξ + πλέθρον] …   Dictionary of Greek

  • επταπέλεθρος — ἑπταπέλεθρος, ον (Α) αυτός που έχει μέγεθος επτά πλέθρων …   Dictionary of Greek

  • εύριπος — Ονομασία πορθμών της αρχαιότητας. 1. Στενή θαλάσσια λωρίδα που χώριζε την Εύβοια από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν πασίγνωστος για τα σπάνια παλιρροϊκά φαινόμενά του. Από το 411 π.Χ. κατασκευάστηκε εκεί ξύλινη γέφυρα μήκους 2 πλέθρων (60 μ.) που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”